- συμβαλανεύομαι
- συμβᾰλᾰνεύομαι, [voice] Med.,A bathe together with, τισι Lyd.Mag.3.62.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμβαλανεύομαι — Α λούζομαι σε δημόσιο λουτρό μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βαλανεύω (< βαλανεύς)] … Dictionary of Greek
συμβαλανευόμενος — συμβαλανεύομαι bathe together with pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)